- -λόγος
- (AM -λόγος)β' συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α' συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που φροντίζει ή ασχολείται με εκείνο που δηλώνει το α' συνθετικό κατά σύστημα ή επάγγελμα (θεολόγος, αστρολόγος) ή αυτόν που συλλέγει εκείνο που δηλώνει το α' συνθετικό (χορταρολόγος, καρπολόγος). Στην τελευταία περίπτωση, ο λόγος < λέγω με τη σημασία συλλέγω. Τέλος, ο λόγος εμφανίζεται ως β΄ συνθετικό σε παροξύτονα ονόματα που δηλώνουν διάφορα εργαλεία και σκεύη (βιδολόγος, σπιρτολόγος). Στη Νέα Ελληνική, έναντι 207 συνθέτων τής Αρχαίας, απαντούν 318 σύνθ. σε -λόγος, από τα οποία 243 είναι νεώτεροι σχηματισμοί και 75 παραδεδομένα σύνθ.Σύνθετα σε -λόγος: αισχρολόγος, ακαιρολόγος, ακανθολόγος, ακριβολόγος, ανθολόγος, ανθρωπολόγος, αργυρολόγος, αστρολόγος, βιολόγος, βοτανολόγος, γενεαλόγος, δασμολόγος, ετυμολόγος, ηθολόγος, θεολόγος, κακολόγος, καρπολόγος, κενολόγος, κηπολόγος, κοπρολόγος, λεπτολόγος, λιθολόγος, μακρολόγος, ματαιολόγος, μετεωρολόγος, μικρολόγος, μυθολόγος, μωρολόγος, ονοματολόγος, ορνιθολόγος, οστεολόγος, παραδοξολόγος, πεζολόγος, πιθανολόγος, σεμνολόγος, σπερμολόγος, σπουδαιολόγος, συκολόγος, τερατολόγος, τεχνολόγος, υμνολόγος, φυσιολόγος, χρησμολόγος, χρονολόγος, ψευδολόγοςαρχ.αγιολόγος, αιθερολόγος, αινολόγος, αμαλόγος, ανοκηδεολόγος, απεραντολόγος, αποτελεσματολόγος, αρεταλόγος, αρμολόγος, αρχισιτολόγος, αφρηλόγοςβρωμολόγοςγενεθλιαλόγος, γενεθλιολόγος, γενεσιαλόγος, γενεσιολόγος, γναφαλλολόγος, γναφαλόγοςδειπνολόγος, δεκατηλόγος, δευτερολόγος, δικαιολόγος, οικολόγος, δισσολόγος, δραγματολόγοςεγκωμιολόγος, εθειρολόγος, εικαιολόγος, ελαολόγος, ενοικιολόγος, ενοικολόγος, ερημολόγος, ετοιμολόγοςηρινολόγοςθεοφατηλόγοςιερολόγος, ιωνικολόγοςκαινολόγος, κακηλόγος, κιναιδολόγος, κινναμολόγος, κνιπολόγος, κριθολόγοςλαχανηλόγος, λειψανηλόγοςμαψιλόγος, μετριολόγος, μιμολόγος, μοιρολόγοςξενολόγοςονθολόγος, οπωρολόγοςπαντολόγος, πατρολόγος, πεμματολόγος, περισσολόγος, πικρολόγος, ποιολόγος, πυριλόγος, πυρολόγοςραγολόγοςσιτολόγος, σκαιολόγος, σκωπτολόγος, σπερματολόγος, σταχυηλόγοςτροπολόγοςυπολεπτολόγος, υστερολόγος, υψηλολόγοςφιλαστρολόγος, φιλοψευδολόγος, φορολόγος, φυλλολόγοςχαλκολόγος, χαρκολόγος, χαυνολόγος, χρυσολόγοςψαλμολόγος, ψευδηλόγος, ψυχρολόγοςωρολόγοςνεοελλ.αβγολόγος, αβρολόγος, αγγειολόγος, αγκαθολόγος, αγριμολόγος, αδενολόγος, αερολόγος, αθερινολόγος, αιγυπτιολόγος, αιματολόγος, αισθηματολόγος, αισθητικολόγος, ακριδολόγος, ακριτολόγος, ακρολόγος, ακτινολόγος, ακυρολόγος, αλατολόγος, αλβανολόγος, αληθολόγος, αμφιβιολόγος, αναισθησιολόγος, ανακριβολόγος, ανεκδοτολόγος, ανεμολόγος, αοριστολόγος, απεραντολόγος, απιθανολόγος, αραβολόγος, αρχαιολόγος, ασεμνολόγος, ασημαντολόγος, ασσυριολόγος, αστειολόγος, αφροδισιολόγος, αφρολόγος, αχρειολόγοςβακτηριολόγος, βαλκανιολόγος, βαναυσολόγος, βαττολόγος, βιδολόγος, βραχυλόγος, βρεφολόγος, βυζαντινολόγος, βυζαντιολόγοςγαριδολόγος, γεροντολόγος, γεωλόγος, γεωμορφολόγος, γλωσσολόγος, γραμματολόγος, γραμματοσημολόγος, γραφολόγος, γυναικολόγος, γυρολόγοςδασολόγος, δεινολόγος, δεκαρολόγος, δερματολόγος, δημοσιολόγος, διαιτολόγος, διαστημοβιολόγος, διεθνολόγοςεβραιολόγος, εγκληματολόγος, εδαφολόγος, εθνολόγος, εθνοψυχολόγος, ελαφρολόγος, ελεεινολόγος, εμβληματολόγος, εμβρυολόγος, εμπορευματολόγος, εμποριολόγος, εναντιολόγος, ενδοκρινολόγος, ενστασιολόγος, εντερολόγος, εντομολόγος, επιγραφολόγος, επιδημιολόγος, επιστημολόγος, επιχειρηματολόγος, εργατολόγος, ερπετολόγος, ευθυμολόγος, ευθυνολόγος, ευφυολόγοςζωοβιολόγοςηθικολόγος, ηλεκτρολόγος, ηπατολόγος, ηφαιστειολόγοςθρηνολόγος, θρησκειολόγος, θριαμβολόγοςιδεολόγος, ιερολόγος, ινδολόγος, ιστολόγος, ιχθυολόγοςκαβουρολόγος, καθαρολόγος, καπνολόγος, καρδιολόγος, καρκινολόγος, καρολόγος, καυχησιολόγος, κλιματολόγος, κογχυλιολόγος, κοινωνιολόγος, κομψολόγος, κοραλιολόγος, κορυφολόγος, κορφολόγος, κοσμοβιολόγος, κοσμολόγος, κοστολόγος, κουνουπολόγος, κρανιολόγος, κρητολόγος, κυτταρολόγοςλαοψυχολόγος, λαρυγγολόγος, λειχηνολόγος, ληρολόγοςμεταλλειολόγος, μηχανολόγος, μικροβιολόγος, μουσειολόγος, μυκητολόγος, μυολόγος, μυρμηγκολόγοςναυτολόγος, νεολόγος, νευρολόγος, νευροπαθολόγος, νεφρολόγος, νομισματολόγος, νομολόγος, νοσολόγοςοδοντολόγος, οικονομολόγος, οικοσημολόγος, οινολόγος, ονειρολόγος, οντολόγος, ορτυκολόγος, ορυκτολόγος, ουρολόγος, οφθαλμολόγοςπαθολόγος, παλαιοντολόγος, παλιλλόγος, παπυρολόγος, παραδολόγος, παραμυθολόγος, περιαυτολόγος, περιττολόγος, πλιατσικολόγος, πνευματολόγος, ποινικολόγος, πολιτειολόγος, πολιτικολόγος, πολιτισμολόγος, πολυλόγος, πουλολόγος, προχειρολόγος, πτηνολόγος, πυρετολόγοςραδιοβιολόγος, ραδιοηλεκτρολόγος, ραδιολόγος, ρευματολόγος, ριζολόγος, ρινολόγος, ρουσφετολόγος, ρυθμολόγοςσανσκριτολόγος, σεισμολόγος, σεξολόγος, σημειολόγος, σκουπιδολόγος, σλαβολόγος, σοβαρολόγος, σοβιετολόγος, σπηλαιολόγος, σπιρτολόγος, σπλαγχνολόγος, στατιστικολόγος, σταχυολόγος, στοματολόγος, στομαχοεντερολόγος, στρατολόγος, στρειδολόγος, συμφεροντολόγος, συνταγματολόγος, συφιλιδολόγος, σφυγμολόγοςταξικολόγος, τουρκολόγος, τσιμπιδολόγος, τσιμπολόγος, τυρολόγοςυγιεινολόγος, υδροβιολόγος, υδρογεωλόγος, υδρολόγος, υφολόγοςφαιδρολόγος, φαρμακολόγος, φθισιολόγος, φιλμολόγος, φλυαρολόγος, φρενολόγος, φρενοπαθολόγος, φυματιολόγος, φυτοβιολόγος, φυτολόγος, φυτοπαθολόγος, φωνολόγοςχαλικολόγος, χαριεντολόγος, χαριτολόγος, χατιρολόγος, χυδαιολόγος, χωρολόγοςψευδολόγος, ψιλολόγος, ψυχοβιολόγος, ψυχολόγος, ψυχοπαθολόγος, ψυχοφυσιολόγοςωτολόγος, ωτορρινολαρυγγολόγος.
Dictionary of Greek. 2013.